- ξινογαλάς
- ο1) торговец кислым молоком, простоквашей, сывороткой; 2) перен. деревенщина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξινογαλάς — ο [ξινόγαλα] 1. αυτός που παρασκευάζει και πωλεί το ξινόγαλα 2. (με υποτιμητική σημ.) άνθρωπος χωρίς τρόπους, άξεστος, αγροίκος … Dictionary of Greek